- ουράνωση
- ηγλωσσ. η τροπή ενός φθόγγου σε ουρανικό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διακόσιοι — ιες, ια (AM διακόσιοι, ιαι, ια Α και ιων. τ. διηκόσιοι) αυτοί που συναποτελούν δύο εκατοντάδες αρχ. φρ. «διακοσίαν ίππου» ιππικό αποτελούμενο από διακόσιους ιππείς. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι σύνθετη από το διᾱ (διη στον ιων. τ. διη κόσιοι) που τέθηκε… … Dictionary of Greek
εννεακόσιοι — και εννιακόσιοι, ες, α (Α ἐν(ν)ακόσιοι, ιων. τ. εἰνακόσιοι, Μ ἐννεακόσιοι και ἐνακόσιοι, αι, α) (βλ. εννακόσιοι και ενακόσιοι) οι εννέα φορές εκατό. [ΕΤΥΜΟΛ. < εννέα + κάτιοι (πρβλ. εκατόν) > κόσιοι, όπου το ο είναι αναλογικά προς τα κοντα … Dictionary of Greek
εξακόσιοι — και ξακόσιοι και ξακόσοι, ες, α (AM ἑξακόσιοι, αι, α, Α δωρ. τ. ἑξακάτιοι) (απόλ. αριθμητ.) έξι εκατοντάδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι σύνθετη από το εξα < ἕξ (πρβλ. εξάγραμμα) και το κάτιοι (πρβλ. εκατόν) > κόσιοι, όπου το ο είναι αναλογικά προς … Dictionary of Greek
και — γε καί... γε (Α) βλ. και (Ι). (I) ή κι πριν από φωνήεν ή δίφθογγο (AM καί, με κράση πριν από λέξη που αρχίζει από φωνήεν ή δίφθογγο: «χοί» καὶ οἱ, «κἀγώ» καὶ ἐγώ) (σύνδ.) 1. συμπλεκτικός, συνδέει κατά παράταξη δύο ή περισσότερες έννοιες, λέξεις,… … Dictionary of Greek
μούρτζινος — Επώνυμο ιστορικής οικογένειας της Μάνης, κλάδος του οίκου των Τρουπάκη. Βλ. λ. Τρουπάκης. * * * η, ο αυτός που έχει βαθύ κόκκινο χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μούργα + κατάλ. ινος με ουράνωση τού γ σε τζ . Κατ άλλους, από το επίθ. μούρσινος (< μύρσινος … Dictionary of Greek
οκτακόσιοι — και οχτακόσιοι, ες, α (Α ὀκτακόσιοι και ὀκτωκόσιοι και δωρ. τ. ὀκτακάτιοι, αι, α) ποσότητα οκτώ εκατοντάδων νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα οκτακόσια και οχτακόσια α) ο αριθμός 800 β) (για χρονολογία) το οκτακοσιοστό έτος μετά Χριστόν. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
πεντακόσιοι — ες, α και πεντακόσοι, ες, α / πεντακόσιοι και επικ. τ. πεντηκόσιοι, αι, α, αρσ. και πεντακάτιοι, ΝΑ 1. αυτοί που είναι πέντε φορές εκατό, που μπορούν να μετρηθούν σε πέντε εκατοντάδες 2. φρ. «η βουλή τών Πεντακοσίων» ή, απλώς, «οι Πεντακόσιοι»… … Dictionary of Greek
τετρακόσιοι — ες, α / τετρακόσιοι, αι, α, ΝΜΑ, και τετρακόσοι, ες, α, Ν, και μτγν. τ. τεσσαρακόσιοι και δωρ. τ. τετρακάτιοι και ποιητ. τ. τετρηκόσιοι, αι, α, Α (απόλ. αριθμτ.) 1. τέσσερεις εκατοντάδες (400) 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι τετρακόσιοι (στην… … Dictionary of Greek